τσιμεντόλιθος

τσιμεντόλιθος
ο цементная плита

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τσιμεντόλιθος" в других словарях:

  • τσιμεντόλιθος — ο, Ν τεχνολ. είδος πλίνθου που παρασκευάζεται με σκυροκονίαμα και τσιμέντο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμέντο + λίθος] …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντόλιθος — ο τεχνητή ορθογώνια ή κυβική πέτρα που γίνεται κυρίως από τσιμέντο, άμμο, χαλίκι και νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»